ὀστεοκόλλον

ὀστεοκόλλον
ὀστεοκόλλος
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • οστεόκολλον — ὀστεόκολλον, τὸ (Μ) κόλλα που λαμβάνεται από τα οστά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + κολλον (< κόλλα), πρβλ. ιχθυό κολλον] …   Dictionary of Greek

  • οστό — το (ΑΜ όστοῡν, Α ασυναίρ. τ. ὀστέον, ποιητ. τ. ὀστεῡν, πιθ. αιολ. τ. ὄστιον) υπόλευκο και σκληρό όργανο, ένα από τα στοιχεία τού σκελετού τού ανθρώπου και τών σπονδυλοζώων, το κόκαλο νεοελλ. φρ. α) «παίρνω σάρκα και οστά» (για ιδέα, προσπάθεια ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”